
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΖΙΑΚΑ
Ο Γιώργος υπηρετεί τον τελευταίο τροχό της αμάξης, κατά τον Αριστοτέλη, στην ιεραρχία των στοιχείων της «Ποιητικής»: την όψιν. Μη βιαστούν οι λοιποί λειτουργοί της τέχνης του Διο- νύσου (ηθοποιοί, μουσικοί, χορογράφοι, φωτιστές και, πάνω απ’ όλα, αυτοί οι γεννημένοι επηρμένοι που λέγονται σκηνοθέτες) να ξιπαστούν και να κοκορευτούν. Η κατάταξη που επι- χειρεί ο φιλόσοφος δεν έχει οντολογική διάσταση – είναι μια χειρονομία «κατ’ οικονομίαν». Μια αναδρομική προσέγγιση του καθεστώτος που αποτυπώνει ως θεωρητικός, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα μιας ιστορίας που κρατά 2.500 χρόνια, θα οδηγούσε σε ένα πιο ψύχραιμο συμπέρασμα: η σκηνή ήταν ανέκαθεν ένας τόπος αγώνα με δύο σκέλη. Εσωτερικά αναπτύσ- σεται μεταξύ όλων των στοιχείων που τον συνιστούν και έχει να κάνει με τη διαφορετική φύ- ση τους. Πρόκειται όμως για έναν αγώνα ημιτελή, σε εκκρεμότητα: το άλλο μισό, που αφορά και την τελική έκβαση της αναμέτρησης, διεξάγεται σε άλλο γήπεδο. Ποιο είναι αυτό; Το ορί- ζει ο Σαίξπηρ: «Με την παράσταση θηλιά θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά». Ο βασιλιάς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγεται Κλαύδιος αλλά κανείς δεν ξεγελιέται από το όνομα: πρό- κειται για τη μετωνυμία μιας κατάστασης, της κατάστασης του θεατή. Η κατάκτηση αυτού του επάθλου είναι η διακύβευση του αγώνα που διεξάγεται εξ ορισμού ανάμεσα στα στοιχεία της σκηνής. Από μιαν άποψη, δηλαδή, ο αγώνας γίνεται σε ξένον αχυρώνα.
Οι εργάτες της σκηνής πορίζονται από αυτήν τη συνθήκη μιαν ευλογία που κάποιοι μπο- ρεί να τη ζουν σαν κατάρα (άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!): είναι η απαλλαγή από το αί- σθημα της ιδιοκτησίας που ταλαιπωρεί το σύνολο της ανθρωπότητας. Η σκηνή, στις ευτυχι- σμένες της ώρες, υπάρχει, σε επίπεδο θεατή, μέσα από την καθολικότητα της συγκίνησης. Εί- ναι η συγκίνηση που γεννά όχι το μεμονωμένο δέντρο αλλά το δάσος. Ο επιμερισμός των πη- γών της συγκίνησης έπεται του καθολικού αισθήματος. Με ποια διάθεση να ξεχωρίσεις τον τάδε ηθοποιό, το δείνα σκηνοθετικό εύρημα, τη γάμα σκηνογραφική επινόηση, με ποια όρε- ξη να κατονομάσεις το επιμέρους όταν δεν έχεις υποκύψει στη σαγήνη του όλου; Το πολύ- πολύ να νιώσεις την ανάγκη να συντάξεις άκεφα το δελτίο διασωθέντων ενός ναυαγίου…
Υπό την έννοια αυτή η θεατρική πράξη (θα έπρεπε να) είναι σχολείο αντιεγωισμού, για να μην πω ταπεινοφροσύνης για όλους τους εμπλεκόμενους σ’ αυτήν και, παρά τα στερεότυ- πα, είναι – για τους ταλαντούχους. Και ο Γιώργος Ζιάκας είναι Ο ταλαντούχος. Γι’ αυτό κι όταν τον ακούω να λέει σε έναν ηθοποιό που (τι αφύσικο και πόσο σπάνιο!) του κάνει παρά- πονα για μια κουμπότρυπα που τον στενεύει ή μια καλτσοδέτα που τον σφίγγει «μακάρι να είσαι τόσο καλός όσο αυτή η κουμπότρυπα», γελάω μέσα μου και ο θαυμασμός μου μεγαλώ- νει για τον Θεσσαλό που ξέρει να σαρκάζει επειδή μπορεί να αυτοσαρκάζεται… Προς απο- φυγήν παρεξηγήσεων: δεν υπάρχει μεγαλύτερος θαυμαστής της δουλειάς του ηθοποιού από τον Ζιάκα. Γιατί ξέρει ότι όλοι οι άλλοι (σκηνογράφοι, μουσικοί, φωτιστές, ακόμη-ακόμη και σκηνοθέτες) είναι σχεδιαστές-κατασκευαστές που πλαισιώνουν και υποστηρίζουν το στοίχη- μα της ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ που επωμίζεται ο ηθοποιός. Γι’ αυτό ο Γιώργος τίποτα δεν αγαπά και σέ- βεται τόσο βαθιά όσο τους ηθοποιούς. Α, ναι, και τους τεχνικούς, τα μαστόρια της δουλειάς, τους κατασκευαστές και τις μοδίστρες. Αχ, αυτές οι μοδίστρες, ο μεγάλος έρωτας του Ζιάκα! Ένας έρωτας, όσο μπορώ να ξέρω, σταθερά αμοιβαίος.
Δεν είναι παράξενο. Το ύφασμα και το χρώμα είναι ο κόσμος του ενδυματολόγου Ζιά- κα. Είναι ένας κόσμος που διαπνέεται από το αίσθημα και την αγωνία της λεπτομέρειας. Υπάρ- χουν κάποιες σταθερές που συγκροτούν τον κόσμο αυτό, όπως είναι, για παράδειγμα, η αγά- πη για το κίτρινο. Πρόκειται για το αποτύπωμα του ίχνους του, θα λέγαμε για την υπογραφή του. Από την άλλη, αν με ρωτούσαν ποιο είναι το στίγμα του σκηνογράφου Ζιάκα, δεν θα δί- σταζα καθόλου να πω: η επική πνοή που αποτυπώνεται στη σύλληψη των μεγάλων επιφανει- ών. Μ’ αρέσει να υποθέτω ότι αυτό είναι ένα γνώρισμα που έλκει την καταγωγή του από την άπλα του θεσσαλικού κάμπου. Τόσες φορές συνεργαστήκαμε αλλά δεν του το είπα ποτέ. Του το φύλαγα, ίσως. Περίμενα να έρθει η έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας για να του το γρά- ψω. Ήταν μια θεμιτή, πιστεύω, υστεροβουλία, αφού, τι τα θέλετε, «τα γραπτά μένουν».
Τώρα που το σκέφτομαι, Γιώργο, νομίζω ότι υπήρξαμε τυχεροί. Κατά τη διαδρομή μιας ζωής συναντηθήκαμε στη βάση ενός έρωτα για κάτι που μας ξεπερνά. Το αντικείμενο αυτού του έρωτα μπορεί να έχει αλλάξει πρόσωπο μέσα στον χρόνο – και πώς αλλιώς; Οι μετα- μορφώσεις του θεάτρου είναι ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας του. Τα πάντα ρει. Το θέμα είναι η πυξίδα. Μέσα στην αέναη κίνηση των μορφών και τον στροβιλισμό ενός γίγνε- σθαι που δεν το ορίζουμε εμείς χρειάζεται μια ελάχιστη αίσθηση προσανατολισμού για να αποφύγεις όχι την ευλογημένη περιπλάνηση αλλά τη ναυτία. Τι μπορεί να κρατήσει κάποιον όρθιο μέσα σε μια τέτοια περιδίνηση; Νομίζω μόνο η συνείδηση ότι του έλαχε να ασκεί το προνόμιο της ελευθερίας με την έννοια του Σίλλερ: «Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνον όταν παίζει». Θα συμφωνήσεις, φαντάζομαι, ότι κι εσύ κι εγώ προλάβαμε να ζήσουμε το προ- νόμιο αυτό ως επάγγελμα. Όσο για το μέλλον, αν με ρωτήσεις, θα σου απαντήσω με το τε- τριμμένο: άδηλον παντί. Να είσαι καλά!
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Giorgos serves the last wheel of the carriage, according to Aristotle, the hi- erarchy of the elements in his Poetics: vision. No need for the other atten- dants of Dionysus (actors, musicians, choreographers, light technicians, and above all those born arrogants who call themselves directors) to display their conceitedness.The classification attempted by the philosopher does not have an ontological dimension – it is a gesture of restraint.A retro- spective approach regarding the order of things he delineates as a theorist, seen through the filter of a 2.500 years old history, would lead to a more dispassionate conclusion: the stage has always been a place of struggle with two sides. This place develops internally within the space demarcated by all constituent elements and clearly has to do with their distinctive nature. However, this is an unfinished game, still pending: the other half of it, the one pertinent to the final score, is held in a different court.Which one? The one demarcated by Shakespeare: « The play’s the thing, wherein I’ll catch the conscience of the king.» In this case, the king is called Claudius but no one is fooled by the name: it constitutes a type of metonymy about a state, the state of the viewer.The receipt of this award is connected to the outcome of the game among the elements of the scene.This is to say that, in one re- spect, the game takes place on an away ground.
Although some might view it as a curse (there is no fathoming some people!) this particular arrangement is a blessing for stage workers: it amounts to being delivered from the feeling of ownership which troubles the entire humanity. During its felicitous hours, and in relation to the viewer, the stage exists via the collectivity of emotion. It is emotion itself that gives birth not to the isolated tree but to the wood.The allocation of the sources of emotion follows the collectivity of emotion. How could you separate this actor, that directorial ploy, or the other stage design device, how could you possibly name the part when you haven’t succumbed to the allure of the whole? At most you’ll fell the need to cheerlessly compile the list of those saved at a shipwreck…
In this sense, the practice of theatre is (ought to be) a school of anti- selfishness, not to mention humility for all involved and, despite stereotypes, it is for the most talented.And Giorgos Ziakas isThe talented one.That’s why when I hear him say to an actor who (rare and unnatural as it is) complains to him about a tight buttonhole or a narrow fitting garter «may you be as good as this buttonhole», I laugh inside of me and my admiration for this Thessalian who knows how to be sarcastic because he can also adopt self sarcasm grows yet again…To avoid being misinterpreted: there is no greater fan of the actor’s work than Ziakas.This is because he knows that everyone else (stage designers, musicians, light technicians, even directors) are design- ers – producers who set and support the bet of the sheer PRESENCE finally shouldered by the actor.That’s why there is nothing Giorgos loves and re- spects as deeply as actors. Oh and also the technicians, those skilled artisans, the makers and the seamstresses.Those seamstresses were Ziakas’s great- est love.A mutual one, as far as I know. Hardly strange. Fabric and colour con- stitutestheworldofZiakas,thecostumedesigner.Itisaworldshotthrough the feeling and anxiety of detail. Certain constant values, for example, his love of yellow, which compose this world do exist.They are his trace, his sig- nature, we would say. On the other hand, if I were asked what I consider the mark of Ziakas, the stage designer, I wouldn’t hesitate in replying: the sense of epic scale, captured on large surfaces. I am partial to assuming that this is a trait which relates to his place of birth the expanse of theThessalian plain. In spite of collaborating with him so many time, I never told him. Perhaps I have kept it, waiting for this publication at hand. I think it was a legitimate ul- terior motive, since, as we all know, «scripta manent».
Come to think of it, Giorgos, I consider ourselves lucky. During the course of a lifetime we met on the basis of a love for something that tran- scends us.The object of this love may have changed its appearance in time –how else would it have been? The transformation of theatre are a fasci- nating chapter of its history. Everything flows.What is important is hold- ing on the compass. Via a never-ending movement of forms, inside the whirlwind of a constant sense of becoming, which is beyond our control, we need a minimum sense of direction in order to avoid that blessed wan- dering, as well as the sense of sea-sickness. How else can one hold oneself standing within this spin? I am under the impression that what is at stake here is the knowledge that one was destined to exercise the previlege of freedom, in the sense propounded by Schiller: «Man only plays when he is in the fullest sense of the word a human being.” I think you’ll agree that we had time to exercise this prerogative as a profession.As for the future, if you were to ask me, I would reply with a platitude: God only knows.
Take care!
Vassilis Papavassiliou